- ερίχρυσος
- ἐρίχρυσος, -ον (Μ)αυτός που έχει αφθονία χρυσού, ο πλούσιος («πτολίεθρον ἐριχρύσων βασιλήων», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- + χρυσός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
ἐριχρύσοιο — ἐριχρύ̱σοιο , ἐρίχρυσος rich in gold masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριχρύσων — ἐριχρύ̱σων , ἐρίχρυσος rich in gold masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)